δίπλωση

δίπλωση
η (AM δίπλωσις) [διπλώ]
στον πληθ. διπλώσεις
πτυχές υφάσματος
νεοελλ.
το να διπλώνει κάποιος κάτι, πτύξη, τσάκισμα
μσν.
γραμμ. η επανάληψη φθόγγου
αρχ.
1. διπλασίαση
2. σύνθεση λέξεων
3. γυμναστική άσκηση, κάμψη τού άνω κορμού με παραμονή τής λεκάνης και τών ποδιών στην όρθια θέση
4. ονομασία μικρών εντόμων τής οικογένειας τών κηκιδομυιών.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • δίπλωση — η δίπλωμα, ζάρωμα, τσάκιση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αναδίπλωση — (Λογ.).Ρητορικό σχήμα σύμφωνα με το οποίο μια περίοδος ή πρόταση αρχίζει με την ίδια λέξη ή φράση, στην οποία τελειώνει η αμέσως προηγούμενή της. Το σχήμα αυτό χρησιμοποιείται κυρίως από τους τραγικούς ποιητές και από τους ρήτορες, επειδή… …   Dictionary of Greek

  • γυμναστική — Το σύνολο των ασκήσεων που αποβλέπουν στην ανάπτυξη του σώματος και στην καλλιέργεια των ικανοτήτων του. Η γ. θεωρείται επιστήμη, όταν εξυπηρετεί θεραπευτικούς και διδακτικούς σκοπούς. Η γ. αν και αποτελεί τμήμα της φυσικής αγωγής, διαφέρει από… …   Dictionary of Greek

  • δέκατο έκτο — το και «σχήμα δέκατο έκτο» βιβλιοτεχνικός όρος για τη δίπλωση τυπογραφικού χαρτιού σε δεκαέξι φύλλα ή τριάντα δύο σελίδες …   Dictionary of Greek

  • δίπλωμα — το (AM δίπλωμα) το να διπλώνει κανείς κάτι νεοελλ. 1. τσάκισμα, δίπλωση 2. έγγραφο που αναγνωρίζει επίσημα μια ικανότητα, ειδικότητα, αξία, πτυχίο εκπαιδευτικού ιδρύματος ή αρχής που δίδεται μετά το τέλος τών σπουδών, πτυχίο («δίπλωμα ιατρικής») …   Dictionary of Greek

  • διπλωτικός — ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται στο δίπλωμα, ο κατάλληλος για δίπλωση 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα διπλωτικά η αμοιβή για διπλωτική εργασία …   Dictionary of Greek

  • επίπτυξις — ἐπίπτυξις, ἡ (Α) δίπλωση, συστολή …   Dictionary of Greek

  • κάκαδο — και κάρκαδο και κάκανο, το 1. η εσχάρα που σχηματίζεται στην επιφάνεια τών πληγών, εξανθημάτων ή ελκών 2. ξηραμένη λέμφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κα τού καίω με δίπλωση. Ο τ. κάρκαδο από αναλογική επίδραση, ο δε τ. κάκανο από τροπή τού δ σε ν . Κατ… …   Dictionary of Greek

  • πτύξη — η / πτύξις, εως, ΝΜΑ [πτύσσω] το δίπλωμα, η δίπλωση, το να διπλώνει κανείς κάτι νεοελλ. 1. βοτ. το πρότυπο διάταξης τών φύλλων στον οφθαλμό 2. ναυτ. φρ. «πτύξη ιστίων» το τύλιγμα και δέσιμο τών ιστίων χωρίς να λυθούν από τη θέση που βρίσκονται… …   Dictionary of Greek

  • ρυτίδα — η / ῥυτίς, ίδος, ΝΑ, και αιολ. τ. βρυτίς, Α πτύχωση, ζαρωματιά που σχηματίζεται σε μια επιφάνεια και, ιδίως, στο δέρμα ως αποτέλεσμα τής γήρανσης (α. «φάνηκαν οι πρώτες ρυτίδες στο πρόσωπό της» β. «ἐν τῷ προσώπῳ τῶν ῥυτίδων ὅσας ἔχει», Αριστοφ.)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”